- ῥυτίδωσις
- ῥῠτῐδ-ωσις, εως, ἡ,A wrinkling, contraction, e.g. of the eye, Gal.10.171 (pl.), Ruf.Fr.78.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥυτίδωσις — wrinkling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτιδώσεις — ῥυτίδωσις wrinkling fem nom/voc pl (attic epic) ῥυτίδωσις wrinkling fem nom/acc pl (attic) ῥυτιδόω make wrinkled aor subj act 2nd sg (epic) ῥυτιδόω make wrinkled fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτιδώσεσιν — ῥυτίδωσις wrinkling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυτίδωσιν — ῥυτίδωσις wrinkling fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυτίδωση — η / ῥυτίδωσις, ώσεως, ΝΑ [ῥυτιδῶ] σχηματισμός ρυτίδων, ρυτίδωμα, πτύχωση, σούφρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. αισθητική δυσμορφία τού δέρματος που προκαλείται από πολλαπλασιαμό τών ρυτίδων στο πρόσωπο και, ιδίως, στους κροτάφους, στη ρινοχειλική αύλακα,… … Dictionary of Greek
ῥυτιδώσεως — ῥυτιδώσεω̆ς , ῥυτίδωσις wrinkling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)